- αστόμιος
- ἀστόμιος, -ον (Α)(για άλογο) αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στόμιον («άνοιγμα, χαλινάρι») < στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστομίων — ἀστόμιος fem gen pl ἀστόμιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)